- παρασυνάγω
- Α1. συγκεντρώνω, συναθροίζω κρυφά ή παράνομα2. εκκλ. κάνω παράνομη ή μυστική συναγωγή, κρυφή συγκέντρωση πιστών για να τελέσω ιερουργία, αντίθετα με τις διατάξεις τής Εκκλησίας και παρά τη γνώμη τού επισκόπου3. οργανώνω παράνομη σύνοδο σχισματικών, αιρετικών αρχιερέων παρά τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
Dictionary of Greek. 2013.