παρασυνάγω

παρασυνάγω
Α
1. συγκεντρώνω, συναθροίζω κρυφά ή παράνομα
2. εκκλ. κάνω παράνομη ή μυστική συναγωγή, κρυφή συγκέντρωση πιστών για να τελέσω ιερουργία, αντίθετα με τις διατάξεις τής Εκκλησίας και παρά τη γνώμη τού επισκόπου
3. οργανώνω παράνομη σύνοδο σχισματικών, αιρετικών αρχιερέων παρά τους εκκλησιαστικούς κανόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασυναγωγή — ή, ΝΜΑ [παρασυνάγω] νεοελλ. παράνομη ή μυστική συνάθροιση νεοελλ. μσν. εκκλ. α) παράνομη ή μυστική συνάθροιση για τέλεση ιερουργίας αντίθετα με τις διατάξεις τής Εκκλησίας και παρά τη γνώμη τού επισκόπου β) συνέλευση, σύνοδος σχισματικών ή… …   Dictionary of Greek

  • παρασύναγμα — τὸ, Μ [παρασυνάγω] παρασυναγωγή …   Dictionary of Greek

  • παρασύναξις — άξεως, ἡ, ΜΑ [παρασυνάγω] παρασυναγωγή, συνάθροιση αιρετικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”